αναρμόδιος

αναρμόδιος
α, ο [ία, ον]
1) некомпетентный; 2) неподходящий, несоответствующий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναρμόδιος" в других словарях:

  • ἀναρμόδιος — unfit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναρμόδιος — ια, ιο (AM ἀναρμόδιος, ον) ο μη αρμόδιος, ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δικαίωμα να εκτελέσει κάτι ή να αποφανθεί για κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. το αναρμόδιο η αναρμοδιότητα* …   Dictionary of Greek

  • αναρμόδιος — α, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι αρμόδιος, ακατάλληλος: Τους δήλωσε πως ήταν αναρμόδιος για την υπόθεσή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναρμοδίως — ἀναρμόδιος unfit adverbial ἀναρμόδιος unfit masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρμόδιον — ἀναρμόδιος unfit masc/fem acc sg ἀναρμόδιος unfit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρμοδίων — ἀναρμόδιος unfit masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»